- καθίσταμαι
- (αόρ. κατέστην) становиться, делаться;
καθίσταται ανυπόφορον — становится невыносимым;
καθίσταμαι εμφανές — становиться очевидным;
κατέστη αδύνατον стало невозможным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθίσταται ανυπόφορον — становится невыносимым;
καθίσταμαι εμφανές — становиться очевидным;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθίσταμαι — καθίσταμαι, (κατέστη κατέστησαν) βλ. πίν. 159 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθίσταμαι — καθίστημι set down pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίσταμ' — καθίσταμαι , καθίστημι set down pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… … Dictionary of Greek
αποβαίνω — (AM ἀποβαίνω) 1. καταλήγω, καταντῶ 2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαι αρχ. 1. αποβιβάζομαι 2. φεύγω, αναχωρῶ 3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι 4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι 5. επιτυγχάνω 6. πραγματοποιοῡμαι, επαληθεύω 7. (μτβ.)… … Dictionary of Greek
απολεπτύνω — ἀπολεπτύνω (Α) 1. (κυρίως για τον πυρετό) μειώνω, ελαττώνω 2. παθ. καθίσταμαι λεπτός, απισχνούμαι … Dictionary of Greek
αποσαρκώνω — (AM ἀποσαρκοῡμαι, όομαι) αφαιρώ τις σάρκες νεοελλ. ( ομαι) απισχναίνομαι, αδυνατίζω αρχ. μσν. αποβάλλω τη σάρκα αρχ. 1. καθίσταμαι πυκνότερος ή σφιχτότερος 2. γίνομαι σάρκα, ενσαρκώνομαι … Dictionary of Greek
αποχωλούμαι — ἀποχωλοῡμαι ( όομαι) (Α) καθίσταμαι εντελώς χωλός, αποκουτσαίνομαι … Dictionary of Greek
αποψύχω — (AM ἀποψύχω) 1. ψύχω εντελώς, καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό νεοελλ. 1. αφαιρώ την ψύξη, ξεπαγώνω 2. πεθαίνω μσν. νεοελλ. ( ομαι) αναπαύομαι, ξεκουράζομαι αρχ. 1. μου κόβεται η αναπνοή, λιποθυμώ 2. απρόσ. ἀποψύχει αρχίζει να ψυχραίνει ο καιρός 3. (… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
γλοιούμαι — γλοιοῦμαι ( όομαι) (Α) [γλοιός] γίνομαι γλοιώδης, καθίσταμαι κολλώδης … Dictionary of Greek